Μπίρι, Μπόρο, Μπέριντ

(Spoiler alert)

Πήγαμε χθες να δούμε το Buried, μια ταινία που είναι εξ’ ολοκλήρου γυρισμένη μέσα σ’ ένα φέρετρο. Cult δεν το λες, θρίλερ ούτε, φιλμ με ολίγη από ψυχασθένεια ίσως. Tέλοσπάντων, καλή ιδέα, χαμηλό μπάτζετ, ένας ηθοποιός γαρ˙ ο θαμμένος.

Μπαίνουμε στην αίθουσα, καθόμαστε σε ακριανή σειρά και ετοιμαζόμαστε για σινεμασκόπ. Δευτερόλεπτα αργότερα, ένα ζευγάρι υπερηλίκων, (εκεί στα 70), καλοζωϊσμένοι, αγκαζέ και με πιτσουνέ μουρίτσες, έκαναν την είσοδό τους ως τεράστιοι λάτρεις της 7ης τέχνης. Με προσωπάκια που έλαμπαν, στρογγυλοκάθονται με ανακούφιση πίσω μας ακριβώς. Με υψηλή αυτοπεποίθηση γυρίζω σ’ Αυτήν που έχει με τη σειρά της αντιληφθεί μια ατμόσφαιρα Μεσοπολέμου.

«Θ’ ακούσουμε ωραίες ατάκες», ψιθυρίζω, «να μου το θυμάσαι…». Δεν προλαβαίνω να τελειώσω τη φράση μου…

«Ααα, ωραία είναι. Έχει ωραίες θέσεις, χαμηλές», λέει η κυρία Μπίρι Μπίρι. Γελάω ελαφρώς, έχω επιβεβαιωθεί και ατενίζω το πανί με αισιοδοξία. Με το ένα αυτί πίσω και τον κώλο μου στις χαμηλές, ένα με το πάτωμα καρέκλες.

Ξεκινάει η ταινία, για αρκετά δευτερόλεπτα ο σκηνοθέτης επιλέγει το απόλυτο σκοτάδι, «είμαστε» μέσα σε κάσα (μπρρ) υπενθυμίζω. Ατάκα θεϊκής προέλευσης έρχεται να «σκίσει» τον αέρα. «Τι έγινε; {παύση.} Χάλασε;».

Σαν τι να χάλαγε, σκέφτομαι. Καμια λάμπα στο wc, το σελιλόιντ, τι διάλα;

Συνεχίζουμε στην ταινία, ο απαχθείς Αμερικανός δεν μπορεί να κάνει ρούπι μέσα στην κάσα, στριφογυρίζει για να πιάσει ένα κινητό που βρέθηκε τυχαία εκεί και ξεκινά επιχείρηση διάσωσης εκεινού και του ιδίου. Παίρνει το FBI, τις αρχές και σε κάποια φάση δυσκολεύεται με μια τύπισσα που αδυνατεί να καταλάβει ότι ψυχορραγεί και δεν έχει καιρό για χάσιμο. Τον νευριάζει, της λέει «άει γαμήσου».

Ατάκα – αερικό μου χαϊδεύει τ΄αυτιά, αυτή τη φορά όχι από την κ. Μπίρι-Μπίρι αλλά από τον σύζυγό της, τον Μπόρο-Μπόρο. Χαμηλόφωνα, με ικανοποίηση και λαχτάρα, σκύβει στην Μπιρίτσα του και της λέει:

«Ωραίο είναι. Μ’ αρέσει. Σατιρίζει…». Αχου το μωρέ. Τι είναι μωρέ και σατιρίζει, τι, πες μου κι εμένα. Σατυρούλι.

Με τα πολλά η ταινία τελειώνει, ο τύπος δεν την γλιτώνει και έτσι δεν κάνει το χατήρι όσων θέλουν happy end. Μας έχει καλαρέσει ένα τσικ, έχουμε πιει και τα ποτά μας, μια χαρά. Σηκωνόμαστε να φύγουμε, κοιτάζω πίσω. Η Μπίρι και ο Μπόρο έχουν μείνει άναυδοι, αποσβολωμένοι. Μπορεί να κρατιούνταν και χεράκι, δεν παίρνω όρκο. Μην είδαν μωρέ «τον Νονό», μην είδαν «τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας», τα «Πέτρινα Χρόνια», τον Δημητράκη τον Χορν; Μπέριντ μην τους βρήκε, τι να πω;

PS: Κατά τα άλλα επρόκειτο για ένα πολύ γλυκό ζευγάρι που πολλοί από μας θα ήθελαν να είναι έτσι στην ηλικία τους. Ξέχασα να πω ότι ανά περιόδους έφταναν στ’ αυτιά μου κάποια παραπονάκια του στυλ «α πα πα, η μέση μου με πεθαίνει». Και μετά από κανα τέταρτο οι στοργικές ερωτήσεις. «Πως πάει η μέση σου;».